σπόντα,
η, ουσ.
[<ιταλ. sponda (= παραπέτο)]. 1. η εσωτερική ελαστική πλευρά πλαισίου
τραπεζιού του μπιλιάρδου: «απ’ την πολλή χρήση του μπιλιάρδου, χάλασαν οι
σπόντες του». 2. ο υπαινιγμός: «άσε τις σπόντες και μίλα μου ντόμπρα και
σταράτα»·
- από
σπόντα, βλ. λ. αποσπόντα·
- μου
την έφερε από σπόντα, βλ. φρ. μου την έφερε αποσπόντα, λ. αποσπόντα·
- μου
το ’φερε από σπόντα, βλ. φρ. μου το ’φερε αποσπόντα, λ. αποσπόντα·
- πετώ
μια σπόντα ή πετώ σπόντες ή πετώ σπόντα ή πετώ τη σπόντα ή
πετώ τις σπόντες μου, λέω κάτι με πλάγιο τρόπο, κάνω υπαινιγμό,
υπαινιγμούς, ιδίως για να αντιληφθώ τις προθέσεις ή τις αντιδράσεις κάποιου:
«καθώς μιλούσαμε, πέταξα μια σπόντα για το χτεσινό επεισόδιο, αλλά αυτός δεν
ήξερε τίποτα»·
- ρίχνω
μια σπόντα ή ρίχνω σπόντες ή ρίχνω σπόντα ή ρίχνω τη
σπόντα ή ρίχνω τις σπόντες μου, βλ. φρ. πετώ μια σπόντα·
- του
πετώ μια σπόντα ή
του πετώ σπόντες, του μιλώ με υπαινιγμούς για να τον φέρω σε δύσκολη
θέση: «επειδή ήξερε ποιος ήταν αυτός που είχε βάλει χέρι στο ταμείο, κάθε τόσο
του πετούσε σπόντες κι ο άλλος δεν ήξερε πώς ν’ αντιδράσει»·
- του
ρίχνω μια σπόντα ή του ρίχνω σπόντες, βλ. φρ. του πετώ μια
σπόντα.